- ηωσινόφιλος
- ος , ον :
τα ηωσινόφιλα (αίμοσφαίρια) мед. — эозинофилы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα ηωσινόφιλα (αίμοσφαίρια) мед. — эозинофилы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηωσινόφιλος — η, ο εωσινόφιλος* … Dictionary of Greek